
Ανάμεσα στα γεγονότα εκείνα που απέκτησαν μεγάλη φήμη και ακτινοβολία, ώστε η ανάμνησή τους να συναρπάζει και για το λόγο αυτό να χαρακτηρίζονται θρυλικά, είναι και η πολύ γνωστή στην περιοχή και ανά το πανελλήνιο ιστορία της Μαριωρής του Λάλα και του Τριτσιμπίδα της Μπαρμπάσαινας.
Το καθαρά ιστορικό αυτό γεγονός έγινε γνωστό μέσα από το ομώνυμο δημοτικό – τσάμικο τραγούδι του Τριτσιμπίδα και της Μαριωρής, που τραγουδιέται και χορεύεται, από τα μέσα του 19ου αιώνα που δημιουργήθηκε και μέχρι σήμερα, σε πολλά μέρη της Ελλάδας με διάφορες παραλλαγές.

Για τους πρωταγωνιστές της ερωτικής αυτής περιπέτειας αντλούμε πληροφορίες από ένα διανοούμενο της εποχής εκείνης, τον Κ. Αναστασινό, ο οποίος σε ένα δημοσίευμά του στο περιοδικό «Νουμάς» με τον τίτλο «Ηλειακά», «Η Μαριωρή κι ο Τριτσιμπίδας» 1908 γράφει:
«Στου Λάλα τα ψηλώματα ζούσε κατά το 1845 μια πολύ όμορφη κοπέλλα, η Μαριωρή, η ομορφότερη απ’ όλα τα κορίτσια της Ηλείας. Ζει ακόμα μια ανιψιά της, που έχει το χάνι στο δίστρατο, του Λάλα και Δούκα. Είναι γερόντισσα, αλλά διακρίνει κανένας ακόμα, στα μορφοδεμένα σουρίτια του προσώπου της, την όμορφη ράτσα της γενιάς της Μαριωρής.
Η Μαριωρή είτανε αρβωνιασμένη με τον Τριτσιμπίδα, πλούσιο αρχοντόπουλο απ’ τη Μπαρμπάσαινα, χωριό κοντά στον Πύργο, φημίστηκε όχι μονάχα απ’ του Τριτσιμπίδα το τραγούδι, αλλά και στις μέρες μας, απ’ το κίνημα του Παπαστασινού για το σταφιδικό ζήτημα… Το Λάλα ύστερ’ απ’ την Επανάσταση διατήρησε μεγάλο αρχοντολόγι και πολλούς καπεταναίους. Πολλοί απ’ αυτούς ζητήσανε τη Μαριωρή, αλλά οι γονέοι της προτιμήσανε το πλουσιόπαιδο της Μπαρμπάσαινας. Από τότε είχαν αρχίσει οι άνθρωποι να προσέχουν το χρήμα. Ο Τριτσιμπίδας πήγαινε ταχτικά στην αρβωνιαστικιά του, φορτωμένος με δώρα. Είτανε πολύ πλούσιος, περήφανος και ακατάδεχτος στους ντόπιους. Οι Λαλιώτες και Δουκιώτες τον ζήλεύανε και θέλανε να τον εκδικηθούνε.
Κλητήρας της Δημαρχίας είτανε ο Ντούρος, φτωχόπαιδο, αλλά λεβέντης και τραγουδιστής. Το δημοτικό κατάστημα είτανε απέναντι απ’ το σπίτι της Μαριωρής. Η όφορφη Λαλιώτισσα είχε ανάψει και στην καρδιά του Ντούρου σεβδά, και σαν δεν είχε υπηρεσία, έπαιρνε το λιογκάρι και παίζοντας άφηνε να βγαίνη της καρδιάς του ο πόνος. Η Μαριωρή όμως είχε μόνο στον αρβωνιαστικό το νου της και δεν έβλεπε την ώρα που θα γινότανε ο γάμος.
Η βλογημένη αυτή μέρα πλησίαζε νάρθη. Σε μια βδομάδα θα γινότανε τα στέφανα. Τα νυφικά και τα κανίσκια έτοιμα. Ο γαμπρός, οι συμπεθέροι και ο νουνός ξεκινούνε χαράμματα το Σάββατο, για νάναι στου Λάλα το βράδυ, και γίνει την άλλη μέρα, την Κυριακή ο γάμος.
Αλλ’ ο Ντούρος, που τον εβοηθήσανε οι ζηλόφθονοι πατριώτες του, είχε απ’ την Πέφτη κλέψει τη Μαριωρή και την επήγε στα βουνά. Ο Τριτσιμπίδας δεν τόμαθε. Πέφτουνε όλοι τότε οι Λαλιώτες με λόγια γλυκά και με φοβέρες για να καταφέρουν τη Μαριωρή να πάρει το Ντούρο. Η κοπέλλα ντροπιασμένη, που έμεινε στα βουνά δεν είχε πια πρόσωπο να ιδεί τον αρβωνιαστικό της, έδωσε το λόγο της και το Σάββατο, την ώρα που ξεπέζευε του Τριτσιμπίδα το συμπεθεριό, παντρευόντανε το Ντούρο. Θλιμμένος ο Τριτσιμπίδας γύρισε στη Μπαρμπάσαινα και την ίδια μέρα στεφανώθηκε με μια πατριώτισσά του.

Δεν έφτασε η εκδίκηση αυτή για τον Τριτσιμπίδα, αλλ’ οι Λαλιώτες κάμανε και τραγούδι για να παραστήσουνε πως η Μαριωρή θέλοντας προτίμησε το Ντούρο, ενώ η αλήθεια είναι πως την έκλεψε χωρίς να τόνε θέλει, και το ντρόπιασμα πούπαθε στα βουνά την έκαμε να τον πάρει. Απ’ τη λύπη της και τη φτώχεια μαράζωσε και δυστυχισμένη πέθανε σε λίγα απ’ το γάμο της χρόνια. Ο Τριτσιμπίδας έζησε ευτυχισμένος, αλλά τα παιδιά του ξεπέσανε. Η θύμησή τους όμως μένει ζωηρή και το τραγούδι τους είναι γνωστό όχι μόνο στην Ηλεία αλλά και σε πολλά άλλα μέρη. Παίζεται και με τα βιολιά».
Σε κομματικά – πολιτικά αίτια αποδίδει την απαγωγή της Μαριωρής από το Ντούρο ο σκηνοθέτης Γιάννης Π. Τριτσιμπίδας (απόγονος τέταρτης γενιάς από το Νικολό Τριτσιμπίδα). Συγκεκριμένα, ο Νικολός Τριτσιμπίδας συνδεόταν πολιτικά με τους Σισίνηδες της Γαστούνης, ενώ η οικογένεια της Μαριωρής ανήκε στους προύχοντες Καραμέρους του Λάλα, που ήσαν κομματάρχες των Κρεστενιτών του Πύργου, πολιτικών αντιπάλων των Σισίνηδων. Για να μην περάσει, λοιπόν, το σόι της Μαριωρής στο κόμμα του Σισίνη, οι Καραμεραίοι εξύφαναν (μηχανεύτηκαν δολίως) την απαγωγή και πέτυχαν την ματαίωση του γάμου της Μαριωρής με τον Τριτσιμπίδα.
Πώς όμως αυτό το φιάσκο εξελίχτηκε σε τραγούδι γαμήλιας γιορτής; Η νεώτερη λαϊκή μας παράδοση, υποστηρίζει ο Γιάννης Πετρόπουλος, καθηγητής πανεπιστημίου Θράκης, παρουσιάζει άφθονα δείγματα περιπαιχτικών τραγουδιών ή ποιημάτων στα τραπέζια του γάμου, μια συνήθεια που έρχεται από την αρχαιότητα και μέχρι σήμερα. Το τραγούδι του Τριτσιμπίδα μπορεί να ήταν τουλάχιστον την εποχή που πρωτοτραγουδήθηκε ένα από τα τελευταία τραγούδια τέτοιου είδους, συμπληρώνει ο σκηνοθέτης Γιάννης Τριτσιμπίδας, απόγονος του Νικολού Τριτσιμπίδα.
Το τραγούδι της Μαριωρής και του Τριτσιμπίδα είναι ένα χαρούμενο τσάμικο με εύκολο σκοπό, που έκανε γνωστό ο περίφημος τουρκόγυφτος κλαριντζής Γιώργης Σουλεϊμάν, παίζοντάς το σε γλέντια και πανηγύρια. Το δημοτικό αυτό τραγούδι έχει πέντε παραλλαγές – εκδοχές (Χ. Χασάπη, Ν. Λάσκαρη που παραδίδει ο Θρύλος Πάτρης, Ν. Αναστόπουλου, Γεωργίας Μητάκη και μια Λαλέικη καταγραμμένη από τον Κ. Αναστασινό).
Το 1908 ο Ν. Μπενάκης εμπνεύστηκε από το δημοτικό αυτό τραγούδι και έγραψε το μυθιστόρημα «Ο ΤΡΙΤΣΙΜΠΙΔΑΣ ΚΑΙ Η ΜΑΡΙΩΡΗ, ΤΟ ΩΡΑΙΩΤΕΡΟΝ ΕΙΔΥΛΛΙΑΚΟΝ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ».
Σωκράτης Π. Μάσσιας
Φιλόλογος
e-mail: socratis.massias@gmail.com
